Μυῖα
Μυῖα ἐμπεσοῦσα εἰς χύτραν κρέως, ἐπειδὴ ὑπὸ
τοῦ ζωμοῦ ἀποπνίγεσθαι ἔμελλεν, ἔφη πρὸς ἑαυτήν· «Ἀλλ’ ἔγωγε καὶ βέβρωκα
καὶ πέπωκα καὶ λέλουμαι· κἂν ἀποθάνω, οὐδέν μοι μέλει».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι
ῥᾴδιον φέρουσι τὸν θάνατον οἱ
ἄνθρωποι, ὅταν ἀβασανίστως παρακολουθήσῃ.
Μια μύγα κρέας που ’βραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει.
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί· και λούσιμο είχε κάνει·
γι’ αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει.
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ό,τι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου