Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι





















Ταῦρος καί τράγος

Λέοντα φεύγων ταῦρος εἰς σπήλαιον ἔδυ· τράγος δὲ τοῦτον τοῖς κέρασιν ἐξώθει. Ὁ δὲ εἶπεν· Οὐ σέ, ἀλλὰ τὸν λέοντα φοβοῦμαι· ἐπεὶ παρελθέτω, καὶ τότε γνώσῃ τίς ἡ δύναμις ταύρου καὶ τράγου.
Ὅτι πολλάκις καὶ δυνατοὺς ἄνδρας αἱ συμφοραὶ ταπεινοῦσιν ὥστε τὰς ἐξ εὐτελῶν καὶ δειλῶν ὑπομένειν αἰκίας.



Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι.
« Τα κέρατά σας τα σκληρά », ο ταύρος λέει, « θ’ αντέξω,
όχι από φόβο για εσάς, αλλά γι’ αυτόν που ’ναι έξω ».

Ν’ αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου,
αν έτσι σώζεσαι απ’ αυτούς που ’ναι ισχυρότεροί σου.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Ο ναυαγός
















Ἀνὴρ  ναυαγός

Ἀνὴρ πλούσιος Ἀθηναῖος μεθ' ἑτέρων τινῶν ἔπλει. Καὶ δὴ χειμῶνος σφοδροῦ γενομένου καὶ τῆς νηὸς περιτραπείσης, οἱ μὲν λοιποὶ πάντες διενήχοντο, ὁ δὲ Ἀθηναῖος παρ' ἕκαστα τὴν Ἀθηνᾶν ἐπικαλούμενος μυρία ἐπηγγέλλετο, εἰ περισωθείη. Εἷς δέ τις τῶν συννεναυαγηκότων παρανηχόμενος ἔφη πρὸς αὐτόν· "Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ. Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς μετὰ τῆς τῶν θεῶν παρακλήσεως χρὴ καὶ αὐτούς τι ὑπὲρ αὑτῶν λογιζομένους δρᾶν. Ὅτι ἀγαπητόν ἐστι καὶ ἐνεργοῦντας θεῶν εὐνοίας τυγχάνειν ἢ ἑαυτῶν ἀμελοῦντας ὑπὸ τῶν δαιμόνων περισώζεσθαι."
Τοὺς εἰς συμφορὰς ἐμπίπτοντας χρὴ καὶ αὐτοὺς ὑπὲρ ἑαυτῶν κοπιᾶν καὶ οὕτω τοῦ θεοῦ περὶ βοηθείας δέεσθαι.

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει.
Το πλοίο ανατρέπεται· όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε.
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει.
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει:
« συν Αθηνά και χείρα κίνει ».

Μην περιμένεις να σωθείς, σε συμφορές σαν πέσεις,
χωρίς αγώνα, αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις.

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Το καλάμι και η ελιά















 Κάλαμος καὶ ἐλαία 

Διὰ καρτερίαν καὶ ἰσχὺν καὶ ἡσυχίαν κάλαμος καὶ ἐλαία ἤριζον. Τοῦ δὲ καλάμου ὀνειδιζομένου ὑπὸ τῆς ἐλαίας ὡς ἀδυνάτου καὶ ῥᾳδίως ὑποκλινομένου πᾶσι τοῖς ἀνέμοις, ὁ κάλαμος σιωπῶν οὐκ ἐφθέγξατο. Καὶ μικρὸν ὑπομείνας, ἐπειδὴ ἄνεμος ἔπνευσεν ἰσχυρός, ὁ μὲν κάλαμος ὑποσεισθεὶς καὶ ὑποκλινθεὶς τοῖς ἀνέμοις ῥᾳδίως διεσώθη· ἡ δ᾿ ἐλαία, ἐπειδὴ ἀντέτεινε τοῖς ἀνέμοις, κατεκλάσθη τῇ βίᾳ. 
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ τῷ καιρῷ καὶ τοῖς κρείττοσιν αὐτῶν μὴ ἀνθιστάμενοι κρείττους εἰσὶ τῶν πρὸς μείζονας φιλονεικούντων.

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε.
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται, κρακ, σπάει·
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει...

Δεν πρέπει ν’ αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου·
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου.

Ο φιλάργυρος


Φιλάργυρος
 
Φιλάργυρός τις οὐσίαν αὐτοῦ ἅπασαν ἐξαργυρωσάμενος καὶ βῶλον χρυσοῦν ποιήσας καὶ τοῦτον ἔν τινι τοίχῳ κατορύξας, καθ᾿ ἑκάστην ἐρχόμενος ἑώρα αὐτόν. Καὶ δὴ τῶν ἐργατῶν τις παρατηρήσας, καταλαβὼν τὸν τόπον καὶ τὸ χρυσίον εὑρὼν ἀνείλατο. Μετὰ μικρὸν δὲ ἐλθὼν ὁ ἴδιος δεσπότης καὶ μὴ εὑρὼν αὐτὸ ἤρξατο κλαίειν καὶ τίλλειν τὰς τρίχας αὐτοῦ. Ἰδὼν δέ τις αὐτὸν οὕτως ὀλοφυρόμενον ἐπυνθάνετο τὴν αἰτίαν καὶ μαθὼν ἔφη αὐτῷ· Ὦ οὗτος, μὴ λυποῦ, ἀλλὰ λαβὼν λίθον, θὲς ἀντ᾿ αὐτοῦ καὶ νόμιζε τὸ χρυσίον εἶναι· ὡς γὰρ ὁρῶ, οὐδὲ ὅτε ἦν, ἔχρῃζες αὐτοῦ. 
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐδέν ἐστιν ἡ κτῆσις, ἐὰν μὴ ἡ χρῆσις παρῇ.

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο·
για να το κρύβει εύκολα, χρυσό αγοράζει βώλο.
Κι αφού τόπο επέλεξε, μεγάλο λάκκο σκάβει –
μαζί με την ψυχούλα του, εκεί το βώλο θάβει.
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει,
μα κλέφτης που τον πρόσεξε, πάει και του τον παίρνει.
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει,
θρηνολογώντας, τα μαλλιά τραβούσε απ’ τη λύπη.
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη,
αφού λιγάκι σκέφτηκε, σοφά τον συμβουλεύει:
« Φίλε μου, πάψε να θρηνείς, έλεος πια, νισάφι!
Σαν να μην το ’χες ήτανε και που ’χες το χρυσάφι...
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν,
αφού και που ’χες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν ».

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Οι χύτρες














Χύτραι 
 
Χύτραν ὀστρακίνην καὶ χαλκῆν ποταμὸς κατέφερεν. Ἡ δὲ ὀστρακίνη τῇ χαλκῇ ἔλεγεν· Μακρόθεν μου κολύμβα, καὶ μὴ πλησίον· ἐὰν γάρ μοι σὺ προσψαύσῃς, κατακλῶμαι, κἂν ἐγὼ μὴ θέλουσα προσψαύσω.
Ὅτι ἐπισφαλής ἐστι βίος πένητι δυναστοῦ ἅρπαγος πλησίον παροικοῦντι.


Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει:
μια από πηλό, μια από χαλκό, κοντά το ρεύμα φέρνει.
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει: « Μην πλησιάσεις·
γιατί αν μ’ αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις ».

Μακριά το σπίτι του φτωχού
απ’ το παλάτι του ισχυρού!

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Ο γέρος και ο Θάνατος














Γέρων καί Θάνατος

Γέρων ποτὲ ξύλα κόψας καὶ ταῦτα φέρων πολλὴν ὁδὸν ἐβάδιζε. Διὰ δὲ τὸν κόπον τῆς ὁδοῦ ἀποθέμενος τὸ φορτίον τὸν Θάνατον ἐπεκαλεῖτο. Τοῦ δὲ Θανάτου φανέντος καὶ πυθομένου δι' ἣν αἰτίαν αὐτὸν παρακαλεῖται, ὁ γέρων ἔφη· " Ἴνα τὸ φορτίον ἄρῃς."
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πᾶς ἄνθρωπος φιλόζωος, ἐν τῷ βίῳ κἂν δυστυχῇ.

Γέρος τα ξύλα που ’κοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ, το Θάνατο καλούσε.
Μα όταν του ’ρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει,
« ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος », του απαντάει.

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε, έστω κι αν δυστυχούμε.

Οι κλέφτες και ο κόκορας















Κλέπται καὶ ἀλεκτρυών

Κλέπται εἴς τινα εἰσελθόντες οἰκίαν οὐδὲν εὗρον ὅτι μὴ ἀλεκτρυόνα, καὶ τοῦτον λαβόντες ἀπῄεσαν. Ὁ δὲ μέλλων ὑπ᾿ αὐτῶν θύεσθαι ἐδεῖτο ὡς ἂν αὐτὸν ἀπολύσωσι, λέγων χρήσιμος εἶναι τοῖς ἀνθρώποις νυκτὸς αὐτοὺς ἐπὶ τὰ ἔργα ἐγείρων. Οἱ δὲ ἔφασαν· Αλλὰ διὰ τοῦτό σε μᾶλλον θύομεν· ἐκείνους γὰρ ἐγείρων κλέπτειν ἡμᾶς οὐκ ἐᾷς.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ταῦτα μάλιστα τοῖς πονηροῖς ἐναντιοῦται ἃ τοῖς χρηστοῖς ἐστιν εὐεργετήματα.

Μία φορά κι έναν καιρό, κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν, τίποτε εκεί δε βρήκαν.
Για να μη φύγουν άπραγοι, πήραν απ’ το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό, κάτι να κλέψουν έτσι.
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν –
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό, αν τον σφάξουν;...
« Γι’ αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις:
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν, σ’ εμάς χαλάστρα κάνεις ».

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις,
τους κακούς θα τους πικράνεις.

Ο γιατρός και ο ασθενής


Ἰατρὸς καὶ νοσῶν

Ἰατρὸς ἐκκομιζομένῳ τινὶ τῶν οἰκείων ἐπακολουθῶν ἔλεγε πρὸς τοὺς προπέμποντας ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος, εἰ οἴνου ἀπείχετο καὶ κλυστῆρσιν ἐχρήσατο, οὐκ ἂν ἀπέθανε. Τούτων δέ τις ὑποτυχὼν ἔφη· Ὦ οὗτος, ἀλλ᾿ οὐ νῦν σε ἔδει ταῦτα λέγειν, ὅτε οὐδὲν ὄφελος, τότε δὲ παραινεῖν, ὅτε καὶ χρῆσθαι ἠδύνατο.

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία·
μαζί μ’ αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία.
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα ’χε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει.
Και κάποιος του ’πε: « Φίλε μου, καιρός να το βουλώσεις.
Γιατί όσο ζούσε θα ’πρεπε τις συμβουλές να δώσεις ».

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Ο Ηρακλής και ο πλούτος





















Ἡρακλῆς καί Πλοῦτος

Ἡρακλῆς ἰσοθεωθεὶς καὶ παρὰ Διὶ ἑστιώμενος ἕνα ἕκαστον τῶν θεῶν μετὰ πολλῆς φιλοφροσύνης ἠσπάζετο. Καὶ δὴ τελευταίου εἰσελθόντος τοῦ Πλούτου, κατὰ τοῦ ἐδάφους κύψας ἀπεστρέψατο αὐτόν. Ὁ δὲ Ζεὺς θαυμάσας τὸ γεγονὸς ἐπυνθάνετο αὐτοῦ τὴν αἰτίαν δι᾿ ἣν πάντας τοὺς δαίμονας προσαγορεύσας ἀσμένως μόνον τὸν Πλοῦτον ὑποβλέπεται. Ὁ δὲ εἶπεν· Ἀλλ᾿ ἔγωγε διὰ τοῦτο αὐτὸν ὑποβλέπομαι ὅτι παρ᾿ ὃν καιρὸν ἐν ἀνθρώποις ἤμην, ἑώρων αὐτὸν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τοῖς πονηροῖς συνόντα. 
Ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ᾿ ἀνδρὸς πλουσίου μὲν τὴν τύχην, πονηροῦ δὲ τὸν τρόπον.


Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει·
με σεβασμό, όπως έρχονται, όλους τους χαιρετάει.
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει.
« Γιατί εγώ όσο γύριζα σ’ όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους ».

Ο Δίας και η χελώνα


 

















Ζεύς καί χελώνη

Ζεὺς γαμῶν πάντα τὰ ζῷα εἱστία. Μόνης δὲ χελώνης ὑστερησάσης, διαπορῶν τὴν αἰτίαν, τῇ ὑστεραίᾳ ἐπυνθάνετο αὐτῆς διὰ τά μόνη ἐπὶ τὸ δεῖπνον οὐκ ἦλθε. Τῆς δὲ εἰπούσης· Οἶκος φίλος, οἶκος ἄριστος, ἀγανακτήσας κατ᾿ αὐτῆς παρεσκεύασεν αὐτὴν τὸν οἶκον αὐτὸν βαστάζουσαν περιφέρειν. 
Οὕτω πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων αἱροῦνται μᾶλλον λιτῶς οἰκεῖν ἢ παρ᾿ ἄλλοις πολυτελῶς διαιτᾶσθαι.

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει,
σ’ όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει.
Μόνο η χελώνα έλειψε που ’χε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει.
« Γιατί το σπίτι μου αγαπώ », εκείνη του απαντάει.
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει...

Απ’ τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε.

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Ο Δίας και το φίδι

















Ζεὺς καὶ ὄφις

Τοῦ Διὸς γάμους ποιοῦντος, πάντα τὰ ζῷα ἤνεγκαν δῶρα, ἕκαστον κατὰ τὴν οἰκείαν δύναμιν. Ὄφις δὲ ἕρπων ῥόδον λαβὼν ἐν τῷ στόματι ἀνέβη. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ζεὺς ἔφη· Τῶν ἄλλων πάντων τὰ δῶρα λαμβάνω, ἀπὸ δὲ τοῦ σοῦ στόματος λαμβάνω οὐδ᾿ ὅλως. 
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τῶν πονηρῶν αἱ χάριτες φοβεραί εἰσιν.

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο·
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο.
« Απ’ όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα,
γιατί με δηλητήριο θα τα ’χεις ποτισμένα ».

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Ο λύκος κι ο ερωδιός





















Λύκος καὶ ἐρωδιός

 Λύκος καταπιὼν ὀστοῦν περιῄει τὸν ἰασόμενον αὐτὸν ζητῶν. Περιτυχὼν δὲ ἐρωδιῷ, τοῦτον παρεκάλει ἐπὶ μισθῷ τὸ ὀστοῦν ἐκβαλεῖν. Κἀκεῖνος καθεὶς τὴν ἑαυτοῦ κεφαλὴν ει̣ς τὴν φάρυγγα αὐτοῦ τὸ ὀστοῦν ἐξέσπασε καὶ τὸν ὡμολογημένον μισθὸν ἀπῄτει. Ὁ δὲ ὑποτυχὼν εἶπεν· «Ὧ οὗτος, οὐκ ἀγαπᾷς ἐκ λύκου στόματος σώαν τὴν κεφαλὴν ἐξενεγκών, ἀλλὰ καὶ μισθὸν ἀπαιτεῖς;»

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι μεγίστη παρὰ τοῖς πονηροῖς εὐεργεσίας ἀμοιβὴ τὸ μὴ προσαδικεῖσθαι ὑπ᾿ αὐτῶν.


Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει.
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή, το κόκκαλο αν του βγάλει.
Πράγματι έτσι κι έγινε, του έκανε τη χάρη
κι αφού του το ’βγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει.
« Μόλις σ’ αντάμειψα, θαρρώ, που βγήκες απ’ το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός, ερωδιέ, ακόμα...»

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις,
αν δε σε βλάψει, ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις.

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Το λιοντάρι και ο λαγός
















Λέων καί λαγωός
 
Λέων περιτυχών λαγωῷ κοιμωμένῳ, τοῦτον ἔμελλε καταφαγεῖν· μεταξὺ δὲ θεασάμενος ἔλαφον παριοῦσαν, ἀφεὶς τὸν λαγωόν, ἐκείνην ἐδίωκεν. Ὁ μὲν οὖν παρὰ τὸν ψόφον ἐξαναστὰς ἔφυγεν. Ὁ δὲ λέων ἐπὶ πολὺ διώξας τὴν ἔλαφον, ἐπειδὴ καταλαβεῖν οὐκ ἠδυνήθη, ἐπανῆλθεν ἐπὶ τὸν λαγωόν· εὑρων δὲ καὶ αὐτὸν πεφευγότα ἔφη· «Ἀλλ᾿ ἐγὼ δίκαια πέπονθα, ὅτι ἀφεὶς τὴν ἐν χερσὶ βοράν, ἐλπίδα μείζονα προέκρινα.»
Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων μετρίοις κέρδεσι μὴ ἀρκούμενοι, μείζονας δὲ ἐλπίδας διώκοντες λανθάνουσι καὶ τὰ ἐν χερσὶ προϊέμενοι.

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί ’ταν πεινασμένο.
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη.
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει.
« Αχ! », το λιοντάρι σκέφτεται, « μυαλό πρέπει να βάλω,
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο ».

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν: 
για τα πολλά πηγαίνοντας, τα λίγα που ’χουν χάνουν.

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα







  








Ὄνος βαστάζων  ἄγαλμα 

Ὄνῳ τις ἐπιθεὶς ἄγαλμα ἦγεν εἰς ἄστυ. Τῶν δὲ συναντώντων προσκυνούντων τὸ ἄγαλμα, ὁ ὄνος ὑπολαβὼν ὅτι αὐτὸν προσκυνοῦσιν, ἀναπτερωθεὶς ὠγκᾶτο τε καὶ οὐκέτι περαιτέρω προϊέναι ἐβούλετο. Καὶ ὁ ὀνηλάτης αἰσθόμενος τὸ γεγονὸς τῷ ῥοπάλῳ αὐτὸν παίων ἔφη: « Ὦ κακὴ κεφαλή, ἔτι καὶ τοῦτο λοιπὸν ἦν, ὄνον ὑπ’ ἀνθρώπων προσκυνεῖσθαι.»


Ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ τοῖς ἀλλοτρίοις ἀγαθοῖς ἐπαλαζονευόμενοι παρὰ τοῖς εἰδόσιν αὐτοὺς γέλωτα ὀφλισκάνουσι.


Κάποιος πάνω σε γάιδαρο έν’ άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει.
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει·
το άγαλμα προσκυνάει.
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο, δίχως άλλο,
ο αφελής νομίζει.
Σταμάτησε να προχωρά, μ’ εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει.
Ο άνθρωπος κατάλαβε· με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει:
« Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι! »
και ξαναπροχωράει...

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι·
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι.

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Ὄνος και τέττιγες

Ὄνος ἀκούσας τεττίγων ᾀδόντων ἥσθη ἐπὶ τῇ εὐφωνίᾳ καὶ ζηλώσας αὐτῶν τὴν φωνὴν ἐπελάθετο καὶ τῆς οἰκείας φωνῆς.
Οὕτως οἱ τῶν παρὰ φύσιν ἐπιθυμοῦντες καὶ ἃ ἔχουσι δυστυχοῦσι.



Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του·
φθονώντας τα για τη φωνή, έχασε τη μιλιά του.

Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τ’ αποκτημένα.

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

Ο γάιδαρος, το κοράκι και ο λύκος













Ὄνος, Κόραξ καὶ Λύκος.


νος ἡλκωμένος τὸν νῶτον ἔν τινι λειμῶνι ἐνέμετο· κόρακος δὲ ἐπικαθίσαντος αὐτῶι καὶ τὸ ἕλκος κρούοντος, ὁ ὄνος ἀλγῶν ὠγκᾶτο καὶ ἐσκίρτα. Τοῦ δὲ ὀνηλάτου πόῤῥωθεν στάντος καὶ γελῶντος, λύκος παριὼν ἐθεάσατο, καὶ πρὸς αὐτὸν ἔφη· «ἄθλιοι ἡμεῖς, οἳ, κἂν αὐτὸ μόνον ὀφθῶμεν, διωκόμεθα· τούτωι δὲ καὶ προσγελῶσιν.»

Ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ κακοῦργοι τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξ ἀπροόπτου (ἀπόπτου?) δῆλοί εἰσιν.


Γάιδαρος, που ’χει μια πληγή στη ράχη του, βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει.
Τρελαίνεται απ’ τον πόνο του ο γάιδαρος, γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει.
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει:
« Δύστυχοι εμείς, μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε,
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μ’ αυτόν γελούνε ».

Ο πόνος γίνεται διπλός
γι’ αυτό αν γελά ο διπλανός.

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Ο λύκος και το πρόβατο
















Λύκος τετρωμένος καὶ πρόβατον

Λύκος π κυνν δηχθες κα κακς διατεθες βέβλητο τροφν αυτ περιποιεσθαι μ δυνάμενος· κα δ θεασάμενος πρόβατον, τούτου δεήθη ποτν ατ ρέξαι κ το παραῤῥέοντος ποταμο· Ἐὰν γρ σύ μοι ποτν δς, γ τν τροφν μαυτ ερήσω. Τ δ ποτυχν φη· Ἐὰν ποτόν σοι πιδώσω γώ, σ κα τροφ μοι χρήσ
Πρς νδρα κακοργον δι᾿ ποκρίσεως νεδρεύοντα λόγος εκαιρος.


Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει.
« Τροφή θα βρω, λίγο αν πιω· τη θέση μου λυπήσου! »
« Μα αν όπως λες φέρω νερό, θα γίνω εγώ τροφή σου...»

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι·
αλλιώς, προτού το αντιληφθείς, εσύ θύμα του θα ’σαι.

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Ο λύκος και οι βοσκοί


Λύκος καί ποιμένες

Λύκος ἰδὼν ποιμένας ἐσθίοντας ἐν σκηνῇ πρόβατον ἐγγὺς προσελθών,"ἡλίκος ἂν ἦν",
ἔφη, "θόρυβος ὑμῖν, εἰ ἐγὼ τοῦτο ἐποίουν;"


Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά:
« Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε; »

Γι’ αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ό,τι κάνεις.

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Το κατσίκι και ο λύκος






















Λύκος καὶ ἒριφος.

Ἔριφος ἐπὶ τινος δώματος ἑστώς, ἐπειδὴ λύκον παριόντα εἶδεν,ἐλοιδόρει καὶ ἔσκωπτεν αὐτόν.Ὁ δὲ λύκος ἔφη· οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ'  ὁ τόπος.

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλάκις καὶ ὁ τόπος καὶ ὁ καιρὸς δίδωσι τὸ θράσος κατὰ τῶν ἀμεινόνων.



Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μ’ ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως.
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο:
« Να ξέρεις, δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος ».

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία,
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία.

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα















 
Ἄνθρωπος ἀριθμῶν τὰ κύματα

Αἴσωπος ἔφη ἄνθρωπόν τινα ἐπὶ τῇ ἠιόνι καθεζόμενον ἐπὶ τὴν κυματαγωγὴν ἀριθμεῖν τὰ κύματα, σφαλέντα δὲ ἄχθεσθαι καὶ ἀνιᾶσθαι, ἄχρι δὴ τὴν κερδῶ παραστᾶσαν εἰπεῖν αὐτῷ : « Τί, ὦ γενναῖε, ἀνιᾷ τῶν παρελθόντων ἕνεκα, δέον τὰ ἐντεῦθεν ἀρξάμενον ἀριθμεῖν, ἀμελήσαντα ἐκείνων;»


Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε, η αλεπού γελούσε:
« Γιατί λυπάσαι, άνθρωπε, για όσα πια περάσαν;
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν ».