Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Ο φιλάργυρος


Φιλάργυρος
 
Φιλάργυρός τις οὐσίαν αὐτοῦ ἅπασαν ἐξαργυρωσάμενος καὶ βῶλον χρυσοῦν ποιήσας καὶ τοῦτον ἔν τινι τοίχῳ κατορύξας, καθ᾿ ἑκάστην ἐρχόμενος ἑώρα αὐτόν. Καὶ δὴ τῶν ἐργατῶν τις παρατηρήσας, καταλαβὼν τὸν τόπον καὶ τὸ χρυσίον εὑρὼν ἀνείλατο. Μετὰ μικρὸν δὲ ἐλθὼν ὁ ἴδιος δεσπότης καὶ μὴ εὑρὼν αὐτὸ ἤρξατο κλαίειν καὶ τίλλειν τὰς τρίχας αὐτοῦ. Ἰδὼν δέ τις αὐτὸν οὕτως ὀλοφυρόμενον ἐπυνθάνετο τὴν αἰτίαν καὶ μαθὼν ἔφη αὐτῷ· Ὦ οὗτος, μὴ λυποῦ, ἀλλὰ λαβὼν λίθον, θὲς ἀντ᾿ αὐτοῦ καὶ νόμιζε τὸ χρυσίον εἶναι· ὡς γὰρ ὁρῶ, οὐδὲ ὅτε ἦν, ἔχρῃζες αὐτοῦ. 
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐδέν ἐστιν ἡ κτῆσις, ἐὰν μὴ ἡ χρῆσις παρῇ.

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο·
για να το κρύβει εύκολα, χρυσό αγοράζει βώλο.
Κι αφού τόπο επέλεξε, μεγάλο λάκκο σκάβει –
μαζί με την ψυχούλα του, εκεί το βώλο θάβει.
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει,
μα κλέφτης που τον πρόσεξε, πάει και του τον παίρνει.
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει,
θρηνολογώντας, τα μαλλιά τραβούσε απ’ τη λύπη.
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη,
αφού λιγάκι σκέφτηκε, σοφά τον συμβουλεύει:
« Φίλε μου, πάψε να θρηνείς, έλεος πια, νισάφι!
Σαν να μην το ’χες ήτανε και που ’χες το χρυσάφι...
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν,
αφού και που ’χες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν ».

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου