Ἴππος καὶ ὄνος
Ἄνθρωπός τις εἶχεν ἵππον καὶ ὄνον. Ὁδευόντων δέ, ἐν τῇ ὁδῷ εἶπεν ὁ ὄνος τῷ ἵππῳ· Ἆρον ἐκ τοῦ ἐμοῦ βάρους, εἰ θέλεις εἶναί με ζῶν. Ὁ δὲ οὐκ ἐπείσθη· ὁ δὲ ὄνος πεσὼν ἐκ τοῦ κόπου ἐτελεύτησε.
Τοῦ δὲ δεσπότου πάντα ἐπιθέντος αὐτῷ καὶ αὐτὴν τὴν τοῦ ὄνου δοράν, θρηνῶν ὁ ἵππος ἐβόα· Οἴμοι τῷ παναθλίῳ, τί μοι συνέβη τῷ ταλαιπώρῳ; μὴ θελήσας γὰρ μικρὸν βάρος λαβεῖν, ἰδοῦ ἅπαντα βαστάζω, καὶ τὸ δέρμα.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τοῖς μικροῖς οἱ μεγάλοι συγκοινωνοῦντες οἱ ἀμφότεροι σωθήσονται ἐν βίῳ.
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του.
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μ’ όλη την κούρασή του:
« Αν μέρος απ’ το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις,
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ, εμένα θα με σώσεις ».
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει.
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει,
τ’ άλογο τα φορτώνεται · μαζί και το τομάρι!
« Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω,
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω! »
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε,
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου