Γηπόνος, ὄνος
καὶ βοῦς
Ὄνον τις ἔχων
καὶ τῷ βοΐ συζεύξας ἠροτρία, πτωχῶς μὲν ἀλλ’ ἀναγκαίως. Ἐπεί δέ τὸ ἔργον
ἐπληρώθη καὶ λύειν ἔμελλεν αὐτούς, ἡ ὄνος διηρώτα τὸν βοῦν: «Τὶς ἄξει τῷ γηπόνῳ
τὰ σκεύη;» Ὁ δὲ πρὸς αὐτὴν εἶπε: «Πάντως ὅσπερ εἴωθεν.»
Σ’ ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει·
δίπλα στο βόδι, στο ζυγό, ένα γαϊδούρι δένει.
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει,
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει.
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει.
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει:
« Μα φυσικά, όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει ».
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γι’ αυτό θ’ απαλλαγεί απ’ τη συνηθισμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου