Βουκόλος
Βουκόλος βόσκων ἀγέλην ταύρων ἀπώλεσε μόσχον. Περιελθὼν δὲ καὶ μὴ εὑρὼν ηὔξατο τῷ Διί, ἐάν τὸν κλέπτην εὕρῃ, ἔριφον αὐτῷ θῦσαι. Ἐλθὼν δὲ εἴς τινα δρυμῶνα καὶ θεασάμενος λέοντα κατεσθίοντα τὸν μόσχον, περίφοβος γενόμενος, ἐπάρας τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανόν, εἶπε· "Ζεῦ δέσποτα, πάλαι μέν σοι ηὐξάμην ἔριφον θῦσαι, ἂν τὸν κλέπτην εὕρω, νῦν δὲ ταῦρόν σοι θύσω, ἐὰν τὰς τοῦ κλέπτου χεῖρας ἐκφύγω."
Οὗτος ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ' ἀνδρῶν δυστυχούντων, οἵτινες ἀπορούμενοι εὔχονται εὑρεῖν, εὑρόντες δὲ ζητοῦσιν ἀποφυγεῖν.
Βοσκός μοσχάρι έχασε, γι’ αυτό έταξε στο Δία,
τον κλέφτη αν του φανέρωνε, κατσίκι για θυσία.
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα,
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα:
« Θα ’χες κατσίκι αν μου ’λεγες τον κλέφτη, Δία, πού νά ’βρω…
Τώρα αν ξεφύγω απ’ αυτόν, σου υπόσχομαι έναν ταύρο ».
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε, να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου