Ὄνος βαστάζων ἄγαλμα
Ὄνῳ
τις ἐπιθεὶς ἄγαλμα ἦγεν εἰς ἄστυ. Τῶν δὲ συναντώντων προσκυνούντων τὸ ἄγαλμα, ὁ
ὄνος ὑπολαβὼν ὅτι αὐτὸν προσκυνοῦσιν, ἀναπτερωθεὶς ὠγκᾶτο τε καὶ οὐκέτι
περαιτέρω προϊέναι ἐβούλετο. Καὶ ὁ ὀνηλάτης αἰσθόμενος τὸ γεγονὸς τῷ ῥοπάλῳ
αὐτὸν παίων ἔφη: « Ὦ κακὴ κεφαλή, ἔτι καὶ τοῦτο λοιπὸν ἦν, ὄνον ὑπ’ ἀνθρώπων
προσκυνεῖσθαι.»
Ὁ
λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ τοῖς ἀλλοτρίοις ἀγαθοῖς ἐπαλαζονευόμενοι παρὰ τοῖς εἰδόσιν
αὐτοὺς γέλωτα ὀφλισκάνουσι.
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο έν’ άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει.
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει·
το άγαλμα προσκυνάει.
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο, δίχως άλλο,
ο αφελής νομίζει.
Σταμάτησε να προχωρά, μ’ εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει.
Ο άνθρωπος κατάλαβε· με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει:
« Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι! »
και ξαναπροχωράει...
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι·
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου