Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Ο λύκος και οι βοσκοί


Λύκος καί ποιμένες

Λύκος ἰδὼν ποιμένας ἐσθίοντας ἐν σκηνῇ πρόβατον ἐγγὺς προσελθών,"ἡλίκος ἂν ἦν",
ἔφη, "θόρυβος ὑμῖν, εἰ ἐγὼ τοῦτο ἐποίουν;"


Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά:
« Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε; »

Γι’ αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ό,τι κάνεις.

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Το κατσίκι και ο λύκος






















Λύκος καὶ ἒριφος.

Ἔριφος ἐπὶ τινος δώματος ἑστώς, ἐπειδὴ λύκον παριόντα εἶδεν,ἐλοιδόρει καὶ ἔσκωπτεν αὐτόν.Ὁ δὲ λύκος ἔφη· οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ'  ὁ τόπος.

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλάκις καὶ ὁ τόπος καὶ ὁ καιρὸς δίδωσι τὸ θράσος κατὰ τῶν ἀμεινόνων.



Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μ’ ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως.
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο:
« Να ξέρεις, δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος ».

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία,
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία.

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα















 
Ἄνθρωπος ἀριθμῶν τὰ κύματα

Αἴσωπος ἔφη ἄνθρωπόν τινα ἐπὶ τῇ ἠιόνι καθεζόμενον ἐπὶ τὴν κυματαγωγὴν ἀριθμεῖν τὰ κύματα, σφαλέντα δὲ ἄχθεσθαι καὶ ἀνιᾶσθαι, ἄχρι δὴ τὴν κερδῶ παραστᾶσαν εἰπεῖν αὐτῷ : « Τί, ὦ γενναῖε, ἀνιᾷ τῶν παρελθόντων ἕνεκα, δέον τὰ ἐντεῦθεν ἀρξάμενον ἀριθμεῖν, ἀμελήσαντα ἐκείνων;»


Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε, η αλεπού γελούσε:
« Γιατί λυπάσαι, άνθρωπε, για όσα πια περάσαν;
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν ».

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Οι δυο σάκοι








Πῆραι δύο

Ἀνθρώπων ἕκαστος δύο πήρας φέρει, τὴν μὲν ἔμπροσθεν, τὴν δὲ ὄπισθεν, γέμει δὲ κακῶν ἑκατέρα΄ ἀλλ' ἡ μὲν ἔμπροσθεν ἀλλοτρίων, ἡ δὲ ὄπισθεν τῶν αὐτοῦ τοῦ φέροντος. Καὶ διὰ τοῦτο οἱ ἄνθρωποι τὰ μὲν ἑαυτῶν κακὰ οὐχ ὁρῶσι, τὰ δὲ ἀλλότρια πάνυ ἀκριβῶς θεῶνται.

Δυο σάκους σ’ όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε:
έναν μπροστά έναν πίσω μας, με κόπο τους βαστούμε.
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που ’ναι δικά μας.
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μας…

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια




















Τέττιξ καὶ Μύρμηκες 

Χειμῶνος ὥραι, τῶν σίτων βραχέντων, οἱ μύρμηκες ἔψυχον, τέττιξ δὲ λιμώττων ἤιτει αὐτοὺς τροφήν. Οἱ δὲ μύρμηκες εἶπον αὐτῶι· «διὰ τί τὸ θέρος οὐ συνῆγες τροφήν;» Ὁ δὲ εἶπεν· «οὐκ ἐσχόλαζον, ἀλλ᾿ ἦιδον μουσικῶς.» Οἱ δὲ γελάσαντες εἶπον· «ἀλλ᾿ εἰ θέρους ὥραις ηὔλεις, χειμῶνος ὀρχοῦ.» 
 Ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι οὐ δεῖ τινα ἀμελεῖν ἐν παντὶ πράγματι, ἵνα μὴ λυπηθῆι καὶ κινδυνεύσηι.

Χειμώνας· κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απ’ τα μυρμήγκια που έχουνε, λίγο φαΐ ζητάει.
« Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι; »
« Τραγούδαγα, δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι ».
« Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις,
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις! »

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Το ελάφι και το λιοντάρι
















Ἔλαφος καί λέων
 
Ἔλαφος κυνηγοὺς φεύγουσα ἐγένετο κατά τι σπήλαιον, ἐν ᾧ λέων ἦν, καὶ ἐνταῦθα εἰσῄει κρυβησομένη. Συλληφθεῖσα δὲ ὑπὸ τοῦ λέοντος καὶ ἀναιρουμένη ἔφη· "Βαρυδαίμων ἔγωγε, ἥτις ἀνθρώπους φεύγουσα ἐμαυτὴν θηρίῳ ἐνεχείρισα."
Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων διὰ φόβον ἐλάττονος εἰς κίνδυνον μείζονα ἑαυτοὺς ἐμβάλλουσιν.

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το ’σπρωξε το κυνήγι.
Και πριν να κατασπαραχτεί απ’ το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο:
« Απ’ τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σ’ αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω ».

Μικρών κινδύνων, άνθρωπε, το φόβο αν δεν αντέχεις,
σ’ ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις.

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοῖχος  καί πάλος

Τοῖχος σπαραττόμενος ὑπὸ πάλου βιαίως ἐφώνει· Τί με σπαράττεις μηδὲν ἠδικηκότα; Καὶ ὅς· Οὐκ ἐγώ, φησίν, αἴτιος τούτου, ἀλλ᾿ ὁ ὄπισθεν σφοδρῶς με τύπτων.


Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο:
« Αφού εσένα, πάσσαλε, καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω; »
« Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ, για να λογοδοτήσω,
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω ».

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Οι χήνες και οι γερανοί




















Χῆνες καὶ γέρανοι
 
Χῆνες καὶ γέρανοι ἐπὶ ταὐτοῦ λειμῶνος ἐνέμοντο. Τῶν δὲ θηρευτῶν ἐπιφανέντων, οἱ μὲν γέρανοι, κοῦφοι ὄντες, ταχέως ἀπέπτησαν, οἱ δὲ χῆνες, διὰ τὸ βάρος τῶν σωμάτων μείναντες, συνελήφθησαν.

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι καὶ ἐν ἁλώσει πόλεως οἱ μὲν ἀκτήμονες εὐχερῶς φεύγουσιν, οἱ δὲ πλούσιοι δουλεύουσιν ἁλισκόμενοι.


Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι.
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες, πιο βαριές, άργησαν και πιαστήκαν.

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός, γλιτώνει·
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει.

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Ο ήλιος και ο βοριάς















Βορέας καὶ Ἥλιος 

Βορέας καὶ Ἥλιος περὶ δυνάμεως ἤριζον· ἔδοξε δὲ αὐτοῖς ἐκείνῳ τὴν νίκην ἀπονεῖμαι, ὃς ἂν αὐτῶν ἄνθρωπον ὁδοιπόρον ἐκδύσῃ.καὶ ὁ Βορέας ἀρξάμενος σφοδρὸς ἦν· τοῦ δὲ ἀνθρώπου ἀντεχομένου τῆς ἐσθῆτος μᾶλλον ἐπέκειτο.ὁ δὲ ὑπὸ τοῦ ψύχους καταπονούμενος ἔτι μᾶλλον καὶ περιττοτέραν ἐσθῆτα προσελάμβανεν, ἕως ἀποκαμὼν <ὁ Βορέας> τῷ Ἡλίῳ μεταπαρέδωκε. κἀκεῖνος τὸ μὲν πρῶτον μετρίως προσέλαμψε· τοῦ δὲ ἀνθρώπου τὰ περισσὰ τῶν ἱματίων ἀποτιθεμένου σφοδρότερον τὸ καῦμα ἐπέτεινε, μέχρις οὗ πρὸς τὴν ἀλέαν ἀντέχειν μὴ δυνάμενος ἀποδυσάμενος ποταμοῦ παραῤῥέοντος ἐπὶ λουτρὸν ἀπῄει.

ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πολλάκις τὸ πείθειν τοῦ βιάζεσθαι ἀνυστικώτερόν ἐστι.



Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε, λέει, μαλώσει
για ένα θνητό, ποιος απ’ τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσει…
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς, μα όσο κι αν φυσούσε,
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε.
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι·
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει.
Πιο εύκολα με την πειθώ φτάνεις σ’ επιτυχία
παρά αν πεις να στηριχτείς στη δύναμη, στη βία.