Ὄνος, Κόραξ καὶ Λύκος.
Ὄνος ἡλκωμένος τὸν νῶτον ἔν τινι λειμῶνι ἐνέμετο· κόρακος δὲ ἐπικαθίσαντος αὐτῶι καὶ τὸ ἕλκος κρούοντος, ὁ ὄνος ἀλγῶν ὠγκᾶτο καὶ ἐσκίρτα. Τοῦ δὲ ὀνηλάτου πόῤῥωθεν στάντος καὶ γελῶντος, λύκος παριὼν ἐθεάσατο, καὶ πρὸς αὐτὸν ἔφη· «ἄθλιοι ἡμεῖς, οἳ, κἂν αὐτὸ μόνον ὀφθῶμεν, διωκόμεθα· τούτωι δὲ καὶ προσγελῶσιν.»
Ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ κακοῦργοι τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξ ἀπροόπτου (ἀπόπτου?) δῆλοί εἰσιν.
Γάιδαρος, που ’χει μια πληγή στη ράχη του, βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει.
Τρελαίνεται απ’ τον πόνο του ο γάιδαρος, γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει.
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει:
« Δύστυχοι εμείς, μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε,
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μ’ αυτόν γελούνε ».
Ο πόνος γίνεται διπλός
γι’ αυτό αν γελά ο διπλανός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου