Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Ποταμοί καί θάλασσα

Ποταμοὶ συνῆλθον ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ τὴν θάλασσαν κατῃτιῶντο, λέγοντες αὐτῇ:

“Διὰ τί ἡμᾶς, εἰσερχομένους ἐν τοῖς ὕδασι καὶ ὑπάρχοντας ποτίμους καὶ γλυκεῖς, ἁλμυροὺς ἀπεργάζῃ καὶ ἀπότους”.

Ἡ δὲ θάλασσα, ἰδοῦσα ὅτι αὐτῆς καταμέμφονται, λέγει πρὸς αὐτούς:

“Μή ἔρχεσθε καὶ μὴ γίνεσθε ἁλμυροί”.

Οὗτος παρίστησι τοὺς ἀκαίρως τινάς αἰτιωμένους καὶ παρ' αὐτῶν μᾶλλον ὠφελουμένους.

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν.
« Εμένα, ποταμάκια μου, κακώς κατηγορείτε.
Για να μη γίνετε αλμυρά, μέσα μου εσείς μην μπείτε ».

Παράπονα που ’ναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις.
Όταν για κάτι εσύ φταις, με άλλους μην τα βάζεις.

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Ο κάβουρας και η μητέρα του


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Καρκίνος και μήτηρ

 Ἡ μήτηρ πρὸς τὸν καρκίνον: «τί δὲ λοξήν, ὦ παῖ, βαδίζεις ὁδόν, ὀρθὴν εἶναι προσῆκον;» ὁ δὲ πρὸς αὐτήν: «ἡγοῦ τῶν ὁδῶν, ὦ μῆτερ, καὶ πρὸς αὐτὴν βαδίζειν πειράσομαι.» τῆς δὲ βαδίζειν ἀπορούσης ὀρθῶς, κατήγορος ὁ παῖς τῆς παρανοίας ἐγένετο.
Ρᾷον παραινεῖν ἃ πονεῖν ὑπῆρξεν ἀδύνατον.


Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα:
« Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο, γιε μου, παίρνεις; »
« Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω ».

Απ’ άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε.

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τ’ αδύνατα


Ἀνὴρ ἀδύνατα  ἐπαγγελλόμενος

Ἀνὴρ πένης νοσῶν καὶ κακῶς διακείμενος, ἐπειδὴ ἀπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπηλπίσθη, τοῖς θεοῖς ηὔχετο ἑκατόμβην ποιήσειν ἐπαγγελλόμενος καὶ ἀναθήματα καθιερώσειν, ἐὰν ἐξαναστῄ. Τῆς δὲ γυναικὸς (ἐτύγχανε γὰρ αὐτῷ παρεστῶσα) πυνθανομένης· "Καὶ πόθεν αὐτὰ ἀποδώσεις;" ἔφη· "Νομίζεις γάρ με ἐξαναστήσεσθαι, ἵνα καὶ ταῦτά με οἱ θεοὶ ἀπαιτήσωσιν;"
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ταῦτα ῥᾴδιον ἄνθρωποι κατεπαγγέλλονται ἃ τελέσειν ἔργῳ οὐ προσδοκῶσιν.



Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει.
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει,
αν τον θεράπευαν αυτοί, να τους ευχαριστήσει.
Μα πού θα τα ’βρισκε ο φτωχός, τόσα να τους χαρίσει;
« Τι αφελής ερώτηση! Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσω...»

Είν’ εύκολο να υπόσχεσαι πολλά, μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις!...

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά





















Ἀλώπηξ ἐξογκωθεῖσα τὴν γαστέρα

Ἀλώπηξ λιμώττουσα, ὥς ἐθεάσατο ἔν τινι δρυὸς κοιλώματι ἄρτους καὶ κρέα ὑπό τινων ποιμένων καταλελεμμένα, ταῦτα εἰσελθοῦσα κατέφαγεν. Ἐξογκωθεῖσα δὲ τὴν γαστέρα, ἐπειδὴ οὐκ ἠδύνατο ἐξελθεῖν, ἐστέναζε καὶ ὠδύρετο. Ἑτέρα δὲ ἀλώπηξ τῇδε παριοῦσα, ὡς ἤκουσεν αὐτῆς τὸν στεναγμόν, προσελθοῦσα ἐπυνθάνετο τὴν αἰτίαν. Μαθοῦσα δὲ τὰ γεγενημένα ἔφη πρὸς αὐτήν·
"Ἀλλὰ μένε τέως σὺ ἐνταῦθα, ἕως ἂν τοιαύτη γένῃ ὁποία οὖσα εἰσῆλθες, καὶ οὕτω ῥᾳδίως ἐξελεύσῃ."
 ὁ λόγος δηλοῖ͵ ὅτι τὰ χαλεπὰ τῶν πραγμάτων ὁ χρόνος διαλύει.


Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη.
Κι αφού καλά ντερλίκωσε, να φάει δεν είχε άλλα,
πήγε να βγει, μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη.

Κι απ’ έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση:
να περιμένει για να βγει, αφού ...αδυνατίσει.

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει, θες δε θες, το πέρασμα του χρόνου.

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Η κατσίκα και ο βοσκός



















 Αἶξ καί αἰπόλος

Αἶγα ἀποστᾶσαν ἀγέλης ἐπανάγειν αἰπόλος ἐπειρᾶτο πρὸς τὰς λοιπάς: ὡς δέ, φωναῖς καὶ συριγμοῖς χρώμενος, οὐδὲν μᾶλλον ἤνυε, λίθον ἀφεὶς καὶ τοῦ κέρως τυχών, ἐδεῖτο τῷ δεσπότῃ μὴ κατειπεῖν. ἡ δέ:  " ἀνούστατε - εἶπεν - αἰπόλων, τὸ κέρας κεκράξεται κἂν ἐγὼ σιωπήσωμαι. "
Οὕτω λίαν εὐήθεις οἱ τὰ πρόδηλα κρύπτειν ἐθέλοντες.


Απ’ το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα,
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα.
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη,
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει.
Της έσπασε το κέρατο· πήρε ο βοσκός να κλαίει·
παρακαλώντας, τρέμοντας, γονατιστός της λέει:
« Στο αφεντικό μου μην το πεις, γιατί θα μ’ απολύσει! »
« Κι αν δεν το πω, το κέρατο μόνο του θα μιλήσει ».

Γιατί ’ναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ό,τι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει.

*Το έργο είναι του Arthur Rackham (1912)

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Το λιοντάρι και ο γεωργός
















Λέων ἐρασθεὶς καὶ γεωργός

Λέων ἐρασθεὶς γεωργοῦ θυγατρὸς, ταύτην ἐμνηστεύσατο. Ὁ δὲ μὴ ἐκδοῦναι θηρίῳ τὴν θυγατέρα ὑπομένων, μηδὲ ἀρνήσασθαι διὰ φόβον δυνάμενος τοιοῦτόν τι ἐπενόησεν. Ἐπειδὴ συνεχῶς αὐτῷ ὁ λέων ἐπέκειτο, ἔλεγεν ὡς νυμφίον μὲν αὐτὸν ἄξιον τῆς θυγατρὸς δοκιμάζει· μὴ ἄλλως δὲ αὐτῷ δύνασθαι ἐκδοῦναι, ἐὰν μὴ τούς τε ὀδόντας ἐξέλῃ καὶ τοὺς ὄνυχας ἐκτέμῃ· τούτους γὰρ δεδοικέναι τὴν κόρην. Τοῦ δὲ ῥᾳδίως διὰ τὸν ἔρωτα ἑκάτερα ὑπομείναντος, ὁ γεωργὸς καταφρονήσας αὐτοῦ, ὡς παρεγένετο πρὸς αὐτόν, ῥοπάλοις αὐτὸν παίων ἐξήλασεν.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ ῥᾳδίως τοῖς πέλας πιστεύοντες, ὅταν τῶν ἰδίων πλεονεκτημάτων ἑαυτοὺς ἀπογυμνώσωσιν, εὐάλωτοι τούτοις γίνονται οἷς πρότερον φοβεροὶ καθεστήκεσαν.


Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει.
Στο κορμί της φοβάται νύχια – δόντια μην μπήξει...
του ζητεί να τα βγάλει, πριν μαζί της να σμίξει.
Κι αφού το ’κανε, αγρίως από εκείνον εδάρη·
δίχως νύχια και δόντια, δε λογιέται λιοντάρι...

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Ο σκύλος με το κρέας
















Κύων κρέας φέρουσα

Κύων κρέας ἔχουσα ποταμὸν διέβαινε· θεασαμένη δὲ τὴν ἑαυτῆς σκιὰν κατὰ τοῦ ὕδατος, ὑπέλαβεν ἑτέραν κύνα εἶναι μεῖζον κρέας ἔχουσαν. Διόπερ ἀφεῖσα τὸ ἴδιον ὥρμησεν ὡς τὸ ἐκείνης ἀφαιρησομένη. Συνέβη δὲ αὐτῇ ἀμφοτέρων στερηθῆναι, τοῦ μὲν μὴ ἐφικομένῃ, διότι οὐδὲ ἦν, τοῦ δὲ, ὅτι ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ παρεσύρη.
Πρὸς ἄνδρα πλεονέκτην ὁ λόγος εὔκαιρος.

 

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια, δυνατά, κρέας πολύ κρατούσε.
Τη σκιά του είδε στα νερά· του γύρισε το μάτι ...
για του άλλου σκύλου άφησε απ’ το στόμα το κομμάτι.
Κι έτσι αδίκως έχασε και το ’να και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο.

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είν’ ο φταίχτης –
μες στον καθρέφτη θα τον δεις, αν είσαι πλεονέκτης.

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Η αρκούδα και η αλεπού




















Ἄρκτος καὶ ἀλώπηξ

Ἄρκτος μεγάλως ἐκαυχᾶτο ὡς φιλάνθρωπος ὤν, ἐπεὶ νεκρὸν σῶμα οὐκ ἐσθίει· πρὸς ὃν ἡ ἀλώπηξ εἶπεν· "Εἴθε νεκροὺς εἷλκες, ἀλλὰ μὴ τοὺ ζῶντας."
Οὗτος ὁ μῦθος πλεονέκτας τοὺς ἐν ὑποκρίσει καὶ κενοδοξίᾳ βιοῦντας ἐλέγχει.



Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα· φιλάνθρωπη περνιέται...
« Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη », κάποια αλεπού της λέει,
« νεκρούς μονάχα θα ’τρωγες κι όχι όποιον αναπνέει ».

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει –
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη...

*Το έργο είναι του  Arthur Rackham (1867-1939)

Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Ο τόννος και το δελφίνι


Θύννος καί δελφίς

Θύννος διωκόμενος ὑπὸ δελφῖνος καὶ πολλῷ τῷ ῥοίζῳ φερόμενος, ἐπειδὴ καταλαμβάνεσθαι ἔμελλεν, ἔλαθεν ὑπὸ σφοδρᾶς ὁρμῆς ἐκβρασθεὶς εἴς τινα ἠϊόνα. Ὑπὸ δὲ τῆς αὐτῆς φορᾶς ἐλαυνόμενος καὶ ὁ δελφὶς αὐτῷ συνεξώσθη. Καὶ ὁ θύννος, ὡς ἐθεάσατο ἐπιστραφεὶς αὐτὸν λιποθυμοῦντα ἔφη· Ἀλλ᾿ ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατος· ὡρῶ γὰρ καὶ τὸν αἴτιόν μοι θανάτου γενόμενον συναποθνῄσκοντα. 
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ῥᾴδιον φέρουσι τὰς συμφορὰς οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἴδωσι καὶ τοὺς αἰτίους τούτων γεγονότας δυστυχοῦντας.

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει.

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά, ο τόννος τον πειράζει:
« Αφού μαζί μου θα χαθείς, ο χάρος δε με νοιάζει ».

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους.